διδάσκεται

διδάσκεται
διδάσκω
instruct
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωδική — Η τέχνη του να τραγουδά κάποιος. Ειδικότερα, μάθημα της φωνητικής μουσικής, που διδάσκεται στα σχολεία της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης. Γενικά η ω., όπως διδάσκεται στα ωδεία, είναι η τέχνη και η διδασκαλία του τραγουδιού. Απαιτεί… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

  • Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα …   Wikipedia

  • LITERARUM primus Informator — memoratur Tertulliano de Pallio. Videris nunc Philosophia quid prosit: nec enim sola mecum est, habeo et alias artes inpublico utilas: de meo vestiuntur et primus literarum Informator et primus Edomator vocis et primus numerorum Harenarius, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοδιδασκαλία — η το να διδάσκει κανείς και παράλληλα να διδάσκεται από αυτόν, η αμοιβαία διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διδασκαλία] …   Dictionary of Greek

  • διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… …   Dictionary of Greek

  • διδασκάλιον — διδασκάλιον, το (AM) [διδάσκαλος] μσν. μάθημα αρχ. 1. ό,τι διδάσκεται, το αντικείμενο τής μαθήσεως, επιστήμη 2. στον πληθ. τα διδασκάλια αμοιβή διδασκάλου, δίδακτρα …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ευστομώ — εὐστομῶ, έω (Α) 1. [εύστομος] 1. (για αηδόνι) κελαηδώ ωραία («ἠκροῶντο δὲ ὥσπερ εὐστομούσης ἀηδόνος», Φιλόστρ.) 2. (για πρόσ.) μιλώ με καθαρή προφορά («πρῶτον μὲν εὐθὺς εὐστομεῑν διδάσκεται τέρπων ἅπαντας», Λουκιαν.) 3. (για νόμο) είμαι σαφής 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”